- προγυμνάζομαι
- προγυμνάζομαι, προγυμνάστηκα, προγυμνασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
απρογύμναστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει προγυμναστεί ή προπονηθεί 2. αυτός που δεν ασκήθηκε με ιδιαίτερη επιμέλεια σε κάτι εκ των προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προγυμνάζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Κ. Κριτοβουλίδη] … Dictionary of Greek
εκκολάπτω — (AM ἐκκολάπτω) (για πουλιά) προκαλώ την έξοδο τών νεοσσών από τα αβγά νεοελλ. 1. ( ομαι) (για πρόσωπα) προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι 2. (για κακές πράξεις) ωριμάζω και εμφανίζομαι, συντελούμαι … Dictionary of Greek
εμπρομελετώ — ἐμπρομελετῶ ( άω) (Α) μελετώ, ασκούμαι σε κάτι από πριν, προγυμνάζομαι … Dictionary of Greek
προαγωνίζομαι — ΝΑ [αγωνίζομαι] αγωνίζομαι για κάποιο σκοπό πριν από άλλους ή μεταξύ τών πρώτων, υπερασπίζω («ἡγεμόνες τῶν ὑποτεταγμένων προαγωνιζόμενοι», Διόδ.) νεοελλ. προετοιμάζομαι για αγώνα, προγυμνάζομαι αρχ. 1. μάχομαι υπερασπιζόμενος κάποιον 2. είμαι… … Dictionary of Greek
προγυμνάζω — ΝΑ γυμνάζω ή ασκώ κάποιον προηγουμένως, προκαταρκτικώς νεοελλ. 1. γυμνάζω, ασκώ 2. προετοιμάζω μαθητή για εξετάσεις παραδίδοντάς του ιδιαίτερα μαθήματα αρχ. 1. καταρτίζω κάποιον προηγουμένως στη ρητορική 2. (μέσ. και παθ.) προγυμνάζομαι α) (για… … Dictionary of Greek
προεμμελετώ — άω, ΜΑ προασκούμαι, προγυμνάζομαι σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμμελετῶ «ασκώ, γυμνάζω»] … Dictionary of Greek
εκκολάπτω — εκκόλαψα, εκκολάφτηκα, μτβ. 1. σπάζω το αβγό για να βγει ο νεοσσός, ξεκλωσώ, βγάζω πουλιά. 2. το μέσ., εκκολάπτομαι, α. (για πτηνά και ψάρια), βγαίνω από το αβγό. β. (για πρόσωπα), μτφ., ασκούμαι, προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι: Στα πανεπιστήμια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προαγωνίζομαι — προαγωνίστηκα 1. προετοιμάζομαι για αγώνα, προγυμνάζομαι. 2. αγωνίζομαι πριν από τους άλλους ή ανάμεσα στους πρώτους, προμαχώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)